- καινότροπος
- -η, -ο (AM καινότροπος, -ον)αυτός που έχει νέο, ασυνήθιστο, παράδοξο τρόπο, ασυνήθιστος, αλλόκοτος («τραγῳδία... καινότροπος», Ευστ.).επίρρ...καινοτρόπως και -α (Μ καινοτρόπως)με νέο, ασυνήθιστο τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ιδιό-τροπος, πολύ-τροπος].
Dictionary of Greek. 2013.